ἁπτρίον

ἁπτρίον
ἀπτρίον , ἀπό-τρέω
flee from fear
pres part act masc voc sg (doric)
ἀπτρίον , ἀπό-τρέω
flee from fear
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιτρί — το, Ν καντηλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁπτρίν / ἁπτρίον, υποκορ. τού ἅπτρα (< ἅπτω «ανάβω»]. Ο τ. φιτρί έχει προέλθει από τον τ. ἁπτρίν / ἁφτρίν ως εξής: ο τ. ἁφτρίν στον πληθ. με συνεκφορά τού άρθρου έδωσε τ. τἁφτρία, ο οποίος στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”